- ἀποστέρει
- ἀποστερέωrobpres imperat act 2nd sg (attic epic)ἀποστερέωrobimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποστερεῖ — ἀποστερέω rob aor subj pass 3rd sg (epic) ἀποστερέω rob fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀποστερέω rob fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἀποστερέω rob pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀποστερέω rob pres ind act 3rd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμερσίγαμος — ἀμερσίγαμος, ον (Α) αυτός που αποστερεί κάποιον από τον δεσμό τού γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμέρδω + γάμος < γάμος] … Dictionary of Greek
αποστερητής — ἀποστερητής, ο (Α) 1. αυτός που αποστερεί από κάποιον κάτι 2. κλέφτης, άρπαγας … Dictionary of Greek
αποστερητικός — ἀποστερητικός, ή, όν (Α) αυτός που αποστερεί κάτι από κάποιον … Dictionary of Greek
είτα — (AM εἶτα, Α και ιων. τ. εἶτεν) έπειτα, ύστερα, μετά απ αυτά μσν. (με το και ως σύνδ.) έτσι και αρχ. 1. αμέσως τώρα, μετά από λίγο 2. (σε λογική ακολουθία σε ερώτηση ή αναφώνηση, οπότε εκφράζει απορία, έκπληξη, περιφρόνηση, αγανάκτηση κ.λπ.) και… … Dictionary of Greek
λαθίφθογγος — λαθίφθογγος, ον (Α) (ως επίθ. τού θανάτου) αυτός που κάνει κάποιον άλαλο, που τού αποστερεί τη φωνή («θανάτοιο λαθιφθόγγοιο», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + φθόγγος (πρβλ. οξύ φθογγος)] … Dictionary of Greek
όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… … Dictionary of Greek